- σεξομανής
- ο, η, Νο μανιακός με το σεξ, μητρομανής, νυμφομανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεξ + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ερωτο-μανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek